- ἀραιόφθαλμος
- ἀραι-όφθαλμος [ᾰρ], ον,A with few eyes or buds,
κλῆμα Gp.5.8.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλῆμα Gp.5.8.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αραιόφθαλμος — ἀραιόφθαλμος, ον (Μ) (για κλήμα) αυτός που έχει αραιούς οφθαλμούς ή μπουμπούκια … Dictionary of Greek
ἀραιόφθαλμον — ἀραιόφθαλμος with few eyes masc/fem acc sg ἀραιόφθαλμος with few eyes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek